αποτάσσω
Προφορά
Ετυμολογία
αποτάσσω αρχαία ελληνική ἀποτάσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποτάσσω
✦ απομακρύνω, διώχνω
✦ (ειδ.) αποβάλλω από τις τάξεις του στρατού
✦ (μέσ.) αποτάσσομαι, εγκαταλείπω, απαρνιέμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
συντάσσομαι, παραδέχομαι
Επιρρήματα
–