αποσώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποσώνω αρχαία ελληνική ἀποσώζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποσώνω
✦ αποτελειώνω κάτι: απόσωσε τις δουλειές του
✦ κατασπαταλώ ό,τι έχω: ο τελευταίος τούτος λόγος του οίκτου σα να του είχε αποσώσει τη δύναμη (Άγγ. Τερζάκης)
✦ (μέσ.) αποσώνομαι, φτάνω στο τέλος, εξαντλούμαι σωματικά: κατέβηκαν πάλι, λαχανιασμένοι, αποσωμένοι, κίτρινοι (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–