αποσύρω


αποσύρω
Προφορά

Ετυμολογία
αποσύρω αρχαία ελληνική ἀπο-σύρω

Ερμηνεία
ρήμα αποσύρω

✦ σέρνω προς τα πίσω ή προς τα έξω, αποκομίζω σέρνοντας
✦ απομακρύνω
✦ αναλαμβάνω κατατεθειμένα: απέσυραν τις καταθέσεις από την τράπεζα
✦ αναιρώ, παύω: απέσυρε τη μήνυση
✦ αναστέλλω την κυκλοφορία
✦ (μέσ.) αποσύρομαι, απομακρύνομαι, παραιτούμαι: αποσύρθηκαν προσωρινά από την ενεργό πολιτική ζωή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.