αποσύνθεση
Προφορά
Ετυμολογία
αποσύνθεση αποσυνθέτω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποσύνθεση
✦ διάλυση σύνθετου πράγματος στα απλά μέρη του
✦ (χημ.) απαρχή σήψεως, αλλοίωση οργανικών ουσιών
✦ (μτφ. ) διάλυση οργανωμένου συνόλου, παράλυση της συνοχής: αποσύνθεση της διοικήσεως
Συνώνυμα
διάσπαση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–