αποσχίζω


αποσχίζω
Προφορά

Ετυμολογία
αποσχίζω αρχαία ελληνική ἀπο-σχίζω

Ερμηνεία
ρήμα αποσχίζω

✦ αποχωρίζω μέρος ενός συνόλου
✦ (μέσ.) αποσχίζομαι, αποχωρίζομαι από κάτι
(μτφ. ) εγκαταλείπω πολιτική παράταξη και προσχωρώ σε άλλη, αποσκιρτώ: οι βουλευτές που αποσχίστηκαν από την αντιπολίτευση εδραίωσαν την πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.