αποσφράγιση


αποσφράγιση
Προφορά

Ετυμολογία
αποσφράγιση αποσφραγίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αποσφράγιση

✦ αφαίρεση της σφραγίδας, άνοιγμα κλειστού φακέλου

Συνώνυμα
ξεσφράγισμα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.