αποσυνθέτω
Προφορά
Ετυμολογία
αποσυνθέτω από + συνθέτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποσυνθέτω
✦ διαλύω κάτι στα μέρη από τα οποία έχει συντεθεί
✦ (μτφ. ) προκαλώ παράλυση ενός οργανωμένου συνόλου
Συνώνυμα
εξαρθρώνω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω
Αντίθετα
αναδιοργανώνω, ανασυγκροτώ
Επιρρήματα
–