απομόνωση
Προφορά
Ετυμολογία
απομόνωση απομονώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απομόνωση
✦ χωρισμός από άλλα
✦ αποκλεισμός επικοινωνίας, επαφής
✦ τόπος όπου απομονώνεται κανείς
✦ (ειδ.) χώρος σε θεραπευτήριο όπου απομονώνονται οι βαριά άρρωστοι (ετοιμοθάνατοι, πάσχοντες από λοιμώδη νοσήματα κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–