απομονώνω
Προφορά
Ετυμολογία
απομονώνω αρχαία ελληνική ἀπομονόομαι -οῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απομονώνω
✦ χωρίζω από άλλους ή από άλλα: οι φύλακες απομόνωσαν τους βαρυποινίτες
✦ αποκλείω την επαφή ή την επικοινωνία: η αρρώστια μπορούσε ν’ απομονώσει τον Ιμπραήμ από τον έξω κόσμο (Ρέα Γαλανάκη)
✦ (μέσ.) απομονώνομαι, αποσύρομαι στη μοναξιά: ζούσε απομονωμένη… είχε χάσει τις επαφές με το περιβάλλον της (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–