απομονωτικός


απομονωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
απομονωτικός απομονώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απομονωτικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος για απομονώσεις: απομονωτικές ουσίες (υλικά που είναι κακοί αγωγοί του ηλεκτρισμού)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
απομονωτικά (Κ απομονωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.