απομαστεύω
Προφορά
Ετυμολογία
απομαστεύω μεσαιωνική ελληνική ἀπο-μαστεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απομαστεύω
✦ αποστραγγίζω το έδαφος: και καλό είναι οι δεξαμενές του Θησείου να μην το απομαστεύσουν (τμήμα του Ηριδανού) τελείως, ώστε να μείνει και σ’ εμάς μια ανάμνηση ενός αγαπημένου ποταμού των αρχαίων Αθηναίων (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–