απομακρύνω
Προφορά
Ετυμολογία
απομακρύνω μεταγενέστερη ελληνική ἀπομακρύνομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απομακρύνω
✦ μεταφέρω κάτι μακριά
✦ εκτοπίζω, παύω, απολύω: τον απομάκρυναν από την υπηρεσία του
✦ (μέσ.) απομακρύνομαι, φεύγω μακριά, ξεμακραίνω: το νέφος της αιθαλομίχλης απομακρύνθηκε από τον ουρανό της Αθήνας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πλησιάζω, ζυγώνω
Επιρρήματα
–