απομαθαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
απομαθαίνω αρχαία ελληνική ἀπο-μανθάνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απομαθαίνω
✦ μαθαίνω κάτι καλά
✦ (κ. με αντίθ. σημ.) ξεχνώ, ξεμαθαίνω κάτι: δεν έχουν απομάθει το ελεητικόν εκείνο τέντωμα των χεριών (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–