απομάκρυνση


απομάκρυνση
Προφορά

Ετυμολογία
απομάκρυνση από το ρ. απομακρύνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απομάκρυνση

✦ αποπομπή, εκδίωξη: απομάκρυνση των στασιαστών από το στράτευμα
✦ απόλυση, παύση
✦ μετακίνηση κάποιου μακριά, μετάβαση σε απόσταση: απομάκρυνση των περιέργων από το ετοιμόρροπο κτίριο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.