απολύω
Προφορά
Ετυμολογία
απολύω αρχαία ελληνική ἀπολύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απολύω
✦ λύνω από δεσμά, απελευθερώνω, αποφυλακίζω
✦ παύω από θέση ή εργασία
✦ δίνω απολυτήριο: τον απολύσανε από το στρατό
✦ (για εκκλησιαστική ακολουθία) τελειώνω: μόλις απόλυσε η εκκλησία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–