απολωλώς


απολωλώς
Προφορά

Ετυμολογία
απολωλώς μτχ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού ρ. ἀπόλλυμι (= χάνω)

Ερμηνεία
απολωλώς

✦ -υία, -ός μτχ. ως επίθ. χαμένος· (κ. μτφ.): απολωλότα πρόβατα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.