απολυτρωτικός


απολυτρωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
απολυτρωτικός απολυτρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απολυτρωτικός -ή, -ό

✦ απελευθερωτικός, που απολυτρώνει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
απολυτρωτικά (Κ απολυτρωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.