απολυτήριος


απολυτήριος
Προφορά

Ετυμολογία
απολυτήριος από το ρ. απολύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απολυτήριος -α, -ο

✦ που χρησιμεύει για την απόλυση ή γίνεται κατά την απόλυση: απολυτήριες εξετάσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.