αποκόβω
Προφορά
Ετυμολογία
αποκόβω αρχαία ελληνική ἀποκόπτω
Ερμηνεία
αποκόβω
✦ κ. αποκόπτω ρ. (απέκ-οψα, αποκ-όπηκα, -ομμένος) αφαιρώ κόβοντας: αποκόβω τα κλαδιά του δέντρου
✦ απομακρύνω: μ’ απόκοψαν απ’ τη ματιά της μάνας κι από το χωριό (Β. Ρώτας)
✦ σταματώ το θηλασμό βρέφους
✦ (μέσ.) αποκόβομαι, απομακρύνομαι από κάπου, χάνω κάθε επαφή: αποκόπηκε από τις παλιές παρέες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–