αποκτώ
Προφορά
Ετυμολογία
αποκτώ από + μεταγενέστερη ελληνική κτάω -ῶ
Ερμηνεία
αποκτώ
✦ κ. αποχτώ, -άς, -ά ρ. (απόκτ(-χτ)-ησα, -ήθηκα, -ημένος) γίνομαι κάτοχος πράγματος ή ιδιότητας: απόκτησε πλούτη πολλά
✦ κερδίζω, κατορθώνω να έχω: έχει αποκτήσει την εκτίμηση του κόσμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–