αποκρύβω
Προφορά
Ετυμολογία
αποκρύβω αρχαία ελληνική ἀποκρύπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποκρύβω
✦ κρύβω κάτι από άλλον
✦ κρύβω με επιμέλεια
✦ κρατώ μυστικό: ήξερε την αλήθεια και μου την απέκρυψε
✦ εμποδίζω τη θέα: τη νύχτα βλέπει όλα τα αθώρητα που απόκρυβεν η πλάνα η μέρα (Γ. Δροσίνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φανερώνω, ξεσκεπάζω, ανακοινώνω
Επιρρήματα
–