αποκρούω
Προφορά
Ετυμολογία
αποκρούω αρχαία ελληνική ἀποκρούω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποκρούω
✦ απομακρύνω με χτύπημα, απωθώ επιτιθέμενο: αποκρούστηκαν όλες οι επιθέσεις του εχθρού
✦ ανασκευάζω, αναιρώ: απέκρουσε όλες τις εναντίον του κατηγορίες
✦ δε δέχομαι: απέκρουσα τις προτάσεις του για συνεργασία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–