αποκρισιάρισσα
Προφορά
Ετυμολογία
αποκρισιάρισσα μεταγενέστερη ελληνική ἀποκρισιάριος
Ερμηνεία
αποκρισιάρισσα
✦ αυτός που φέρνει απόκριση, απάντηση, είδηση, ο μαντατοφόρος
✦ στο Βυζάντιο, βασιλικός απεσταλμένος, πρεσβευτής: του βασιλιά του Βυζαντίου μαντάτορας Αποκρισάρης (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–