αποκρεμώ
Προφορά
Ετυμολογία
αποκρεμώ αρχαία ελληνική ἀπο-κρεμάννυμι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποκρεμώ -άς, -ά
✦ κρεμώ, αναρτώ κάτι
✦ τελειώνω το κρέμασμα
✦ κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο, ξεκρεμώ
✦ (μέσ.) αποκρεμιέμαι κ. αποκρεμιούμαι, κρατιέμαι από κάτι ή κάποιον και κρέμομαι: ήταν αποκρεμασμένος από το κλαδί πολλή ώρα
✦ (μτφ. ) στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάποιον: αποκρεμάστηκαν στις υποσχέσεις του βουλευτή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–