αποκρατώ
Προφορά
Ετυμολογία
αποκρατώ αρχαία ελληνική ἀπο-κρατῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποκρατώ -είς, -εί
✦ (μτβ.) κρατώ κάτι ως ενέχυρο
✦ (αμτβ.) διατηρούμαι, εξακολουθώ να υπάρχω: το χιόνι αποκρατούσε… στους λάκκους (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–