αποκοτώ


αποκοτώ
Προφορά

Ετυμολογία
αποκοτώ απόκοτος

Ερμηνεία
ρήμα αποκοτώ -άς, -ά

✦ αποτολμώ, επιχειρώ κάτι χωρίς να λογαριάζω τους κινδύνους: αποκοτήσανε να μας επιτεθούν νύχτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.