αποκομίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αποκομίζω αρχαία ελληνική ἀπο-κομίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποκομίζω
✦ μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο, μετακομίζω
✦ φεύγοντας παίρνω κάτι μαζί μου
✦ (μτφ. ) κερδίζω, ωφελούμαι: δεν αποκόμισα τίποτα απ’ όλη αυτή τη συζήτηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
προσκομίζω, προσάγω
Επιρρήματα
–