αποκοίλι
Προφορά
Ετυμολογία
αποκοίλι μεσαιωνική ελληνική └ουσ┘ ὑποκοίλιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αποκοίλι
✦ το τμήμα της κοιλιάς κάτω από τον αφαλό, υπογάστριο: κι αδελφούλες γυμνές, της ντροπής αδελφούλες τ’ αποκοίλι φουχτώνοντας κλαίνε (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–