αποκληρώνω


αποκληρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αποκληρώνω αρχαία ελληνική ἀποκληρόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα αποκληρώνω

✦ στερώ κάποιον από το δικαίωμα να με κληρονομήσει: αποκλήρωσε το παιδί του επειδή πήρε τον κακό δρόμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.