αποκλειστικός
Προφορά
Ετυμολογία
αποκλειστικός αποκλείω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αποκλειστικός -ή, -ό
✦ που αποκλείει κάθε άλλον, μοναδικός: αποκλειστικός αντιπρόσωπος – αποκλειστική συνέντευξη
✦ θηλ. η αποκλειστική ως ουσ., νοσοκόμα που φροντίζει έναν μόνο ασθενή σε κλινική ή στο σπίτι του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αποκλειστικά (Κ αποκλειστικώς)