αποκλεισμός


αποκλεισμός
Προφορά

Ετυμολογία
αποκλεισμός αποκλείω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αποκλεισμός

✦ απαγόρευση εισόδου ή εξόδου
✦ (στρατ.) παρεμπόδιση των μεταφορών του εχθρού: ναυτικός αποκλεισμός
✦ εμπορικός αποκλεισμός, αναστολή ή παρακώλυση μέρους ή του συνόλου των εμπορικών συναλλαγών με ορισμένη χώρα ή εδαφική περιοχή
✦ απαγόρευση συμμετοχής (σε διαγωνισμό, αγώνες κτλ.)
(μτφ. ) εξαίρεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.