αποκλείω


αποκλείω
Προφορά

Ετυμολογία
αποκλείω αρχαία ελληνική ἀπο-κλείω

Ερμηνεία
ρήμα αποκλείω

✦ κλείνω μέσα ή έξω, εμποδίζω ή απαγορεύω την είσοδο ή την έξοδο: οι κατηγορούμενοι αποκλείστηκαν στο δικαστικό μέγαρο από τους οργισμένους διαδηλωτές
✦ δεν επιτρέπω την επικοινωνία: πολλά ορεινά χωριά έχουν αποκλειστεί από τις συνεχείς χιονοπτώσεις
✦ αρνούμαι, απορρίπτω: πιθανότατα ήταν ένας παραλογισμός, όμως δεν μπορούσες να τον αποκλείσεις (Γ. Σεφέρης)
✦ προβαίνω σε εμπορικό ή πολεμικό αποκλεισμό
✦ απαγορεύω τη συμμετοχή
✦ το τρίτο πρόσ. αποκλείεται (απρόσ.), δεν είναι δυνατόν: αποκλείεται να μου είπε ψέματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.