αποκλίνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποκλίνω αρχαία ελληνική ἀποκλίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποκλίνω
✦ αλλάζω την κλίση ενός πράγματος, εκτρέπω
✦ (αμτβ.) αλλάζω κατεύθυνση, παρεκκλίνω, εκτρέπομαι
✦ έχω κλίση πλάγια, γέρνω
✦ δείχνω προτίμηση προς κάποια γνώμη, άποψη, ιδεολογία: αποκλίνει προς τον σοσιαλισμό
✦ (μτφ. ) μοιάζω, συγγενεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
συγκλίνω
Επιρρήματα
–