αποκηρύχνω


αποκηρύχνω
Προφορά

Ετυμολογία
αποκηρύχνω αρχαία ελληνική ἀποκηρύσσω

Ερμηνεία
αποκηρύχνω

✦ κ. αποκηρύττω κ. αποκηρύχνω ρ. (αποκήρ-υξα, -ύχτηκα, -υγμένος) απαρνιέμαι δημόσια, πρόσωπα ή αρχές, αποδοκιμάζω: είναι φίλοι μου και δεν έχω τη ροπή να τους αποκηρύξω σαν κακά παραδείγματα (Γ. Σεφέρης) – η Ελλάδα… αποκηρύττει μονομιάς όλο το πολιτικό παρελθόν της (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (νομ.) αρνιέμαι την πατρότητα· αποκληρώνω παιδί
✦ (εκκλ.) αφορίζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.