αποκηρυκτέος
Προφορά
Ετυμολογία
αποκηρυκτέος αποκηρύσσω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αποκηρυκτέος -α, -ο
✦ αυτός τον οποίο πρέπει να αποκηρύξει κάποιος, που πρέπει να αποκηρυχθεί: αποκηρυκτέα η τακτική της κυβερνήσεως να αποκρύπτει πληροφορίες για τα εθνικά θέματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–