αποκαταστημένος
Προφορά
Ετυμολογία
αποκαταστημένος μτχ. μέσ. πρκμ. του ρήματος αποκαθιστώ
Ερμηνεία
αποκαταστημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο εξασφαλισμένος οικονομικά, που ασκεί προσοδοφόρο βιοποριστικό επάγγελμα: τα παιδιά του αποκαταστημένα, με καλές δουλειές
✦ για γυναίκα που έχει παντρευτεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–