αποκαταστάσιμος


αποκαταστάσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
αποκαταστάσιμος αποκατάσταση

Ερμηνεία
επίθετο┘ αποκαταστάσιμος -η, -ο

✦ αυτός που επιδέχεται αποκατάσταση, που μπορεί να επανέλθει στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση: η βλάβη που σημειώθηκε στην μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι αποκαταστάσιμη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.