αποκατάσταση
Προφορά
Ετυμολογία
αποκατάσταση αρχαία ελληνική ἀποκατάστασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποκατάσταση
✦ επαναφορά στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επανόρθωση
✦ οικονομική εξασφάλιση
✦ αποζημίωση
✦ γάμος
✦ (νομ.) απόδοση δικαιωμάτων σε πρόσωπο που τα είχε στερηθεί
✦ εξασφάλιση όρων ικανοποιητικής διαβίωσης σε πληγείσες ή αναξιοπαθούσες κατηγορίες πληθυσμού (πρόσφυγες, ακτήμονες, σεισμόπληκτοι κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–