αποκαρδιώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποκαρδιώνω από + καρδιώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποκαρδιώνω
✦ αποθαρρύνω, απογοητεύω: η προδοσία του συνεταίρου του τον αποκαρδίωσε και αδιαφόρησε τελείως για τη δουλειά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εγκαρδιώνω, εμψυχώνω
Επιρρήματα
–