αποκαρδίωση
Προφορά
Ετυμολογία
αποκαρδίωση αποκαρδιώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποκαρδίωση
✦ αποθάρρυνση, απογοήτευση: γιατί αυτή η μεγάλη, μέσα μας, θλίψη, αυτή η αποκαρδίωση… αυτό το κενό στην ψυχή; (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–