αποκαθήλωση
Προφορά
Ετυμολογία
αποκαθήλωση μεταγενέστερη ελληνική ἀποκαθήλωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποκαθήλωση
✦ ξεκάρφωμα
✦ (εκκλ.) Αποκαθήλωση του Χριστού, η καταβίβαση του σώματος του Χριστού από το Σταυρό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–