αποκαΐδι
Προφορά
Ετυμολογία
αποκαΐδι αποκαίω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αποκαΐδι
✦ υπόλειμμα καύσης: έσκισε τα γράμματα… άναψε ένα σπίρτο και τους έβαλε φωτιά. Στο τραπέζι έσβησε η φλόγα, ζάρωσαν τ’ αποκαΐδια (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–