αποκήρυξη


αποκήρυξη
Προφορά

Ετυμολογία
αποκήρυξη μεταγενέστερη ελληνική ἀποκήρυξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αποκήρυξη

✦ δημόσια αποδοκιμασία προσώπου ή ενέργειας, φρονήματος: προκάλεσε κατάπληξη η αποκήρυξη των αρχών του σοσιαλισμού από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση
✦ (νομ.) άρνηση πατρότητας· αποκλήρωση παιδιού
✦ (εκκλ.) αφορισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.