αποκάρωμα
Προφορά
Ετυμολογία
αποκάρωμα αποκαρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αποκάρωμα
✦ τάση για ύπνο από κούραση, υπερβολική ζέστη ή άλλη αιτία: ξαφνιασμένος μες στο πρώτο γλυκό αποκάρωμα του ύπνου (Γ. Μπεράτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–