αποκάλυψη


αποκάλυψη
Προφορά

Ετυμολογία
αποκάλυψη μεταγενέστερη ελληνική ἀποκάλυψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αποκάλυψη

✦ αφαίρεση του καλύμματος, ξεσκέπασμα
✦ ανακάλυψη και ανακοίνωση άγνωστων στοιχείων
✦ εκμυστήρευση, ομολογία
✦ (εκκλ.) η φανέρωση στους ανθρώπους θείων μυστικών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.