αποικιακός


αποικιακός
Προφορά

Ετυμολογία
αποικιακός αποικία

Ερμηνεία
επίθετο┘ αποικιακός -ή, -ό

✦ που ανήκει στην αποικία ή έχει σχέση με την αποικία: αποικιακή πολιτική
✦ που προέρχεται από τις αποικίες
✦ (και ως ουσ.) αποικιακά, τα προϊόντα (τσάι, καφές, πιπέρι κτλ.) των αποικιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αποικιακά (Κ αποικιακώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.