αποικία
Προφορά
Ετυμολογία
αποικία αρχαία ελληνική ἀποικία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποικία
✦ κοινότητα από πολίτες που έχουν εγκατασταθεί σε τόπο έξω από την πατρίδα τους
✦ χώρα που βρίσκεται υπό την κυριαρχία ξένου κράτους
✦ άθροισμα ζώων ή κατώτερων οργανισμών που ζουν ομαδικά: αποικία μελισσών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–