απεριποίητος


απεριποίητος
Προφορά

Ετυμολογία
απεριποίητος μεσαιωνική ελληνική ἀπεριποίητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ απεριποίητος -η, -ο

✦ ο χωρίς περιποίηση, αφρόντιστος: απεριποίητος κήπος
✦ (για πρόσ.) ατημέλητος: ήρθε απεριποίητη στο γραφείο – απεριποίητα μαλλιά

Συνώνυμα

Αντίθετα
-η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) ο χωρίς περιποίηση, αφρόντιστος: απεριποίητος κήπος | (για πρόσ.) ατημέλητος: ήρθε απεριποίητη στο γραφείο – απεριποίητα μαλλιά
Επιρρήματα
απεριποίητα (Κ απεριποιήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.