απεριγέλαστος


απεριγέλαστος
Προφορά

Ετυμολογία
απεριγέλαστος ἀ στερητικό + περιγελώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ απεριγέλαστος -η, -ο

✦ που δεν τον περιγέλασαν ή δεν μπορούν να τον περιγελάσουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.