απεργόπληκτος


απεργόπληκτος
Προφορά

Ετυμολογία
απεργόπληκτος απεργός + πλήττω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απεργόπληκτος -η, -ο

✦ αυτός που υφίσταται ή υπέστη ζημίες από απεργούς ή απεργία: η απεργόπληκτη βιομηχανία μας δεν μπορεί να γίνει ανταγωνιστική
✦ αυτός που ταλαιπωρείται συχνά από απεργίες: οι απεργόπληκτοι Αθηναίοι θα ταλαιπωρηθούν, γιατί πάλι απεργούν οι εργαζόμενοι στις αστικές συγκοινωνίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.